θηλυπρεπής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]θηλυπρεπής • (thilyprepís) m (feminine θηλυπρεπής, neuter θηλυπρεπές)
- effeminate, girly
- (derogatory) camp, gay-acting
Declension
[edit]Declension of θηλυπρεπής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θηλυπρεπής • | θηλυπρεπής • | θηλυπρεπές • | θηλυπρεπείς • | θηλυπρεπείς • | θηλυπρεπή • |
genitive | θηλυπρεπούς • / θηλυπρεπή • | θηλυπρεπούς • | θηλυπρεπούς • | θηλυπρεπών • | θηλυπρεπών • | θηλυπρεπών • |
accusative | θηλυπρεπή • | θηλυπρεπή • | θηλυπρεπές • | θηλυπρεπείς • | θηλυπρεπείς • | θηλυπρεπή • |
vocative | θηλυπρεπή • / θηλυπρεπής • | θηλυπρεπής • | θηλυπρεπές • | θηλυπρεπείς • | θηλυπρεπείς • | θηλυπρεπή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θηλυπρεπής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θηλυπρεπής, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
Antonyms
[edit]- ανδροπρεπής (androprepís, “manly”)
See also
[edit]- γυναικίσιος (gynaikísios, “womanly”)