θρυπτοφάνη
Greek
Noun
θρυπτοφάνη • (thryptofáni) f (uncountable)
Declension
θρυπτοφάνη
case \ number | singular |
---|---|
nominative | θρυπτοφάνη • |
genitive | θρυπτοφάνης • |
accusative | θρυπτοφάνη • |
vocative | θρυπτοφάνη • |
θρυπτοφάνη • (thryptofáni) f (uncountable)
case \ number | singular |
---|---|
nominative | θρυπτοφάνη • |
genitive | θρυπτοφάνης • |
accusative | θρυπτοφάνη • |
vocative | θρυπτοφάνη • |