ιματιοθήκη
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἱματιοθήκη
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Hellenistic Koine Greek ἱματιοθήκη. Morphologically from ἱμάτι(ον) (“clothing”) + -ο- + -θήκη (“case, holster”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ιματιοθήκη • (imatiothíki) f (plural ιματιοθήκες)
Declension
[edit]Declension of ιματιοθήκη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιματιοθήκη • | ιματιοθήκες • |
genitive | ιματιοθήκης • | ιματιοθηκών • |
accusative | ιματιοθήκη • | ιματιοθήκες • |
vocative | ιματιοθήκη • | ιματιοθήκες • |
Synonyms
[edit]- βεστιάριο n (vestiário, “wardrobe of actors' costumes; cloakroom”)
- γκαρνταρόμπα f (gkarntarómpa, “wardrobe; cloakroom”)
- ιματιοφυλάκιο (imatiofylákio), ἱματιοφυλάκιον (himatiophulákion)
Related terms
[edit]- ιματιοφυλάκιο (imatiofylákio), ἱματιοφυλάκιον (himatiophulákion)
- ιμάτιο n (imátio, “himation; clothing”) (archaic, historical)
- ιματισμός m (imatismós, “clothing”)