ισχύς
See also: ἰσχύς
Greek
Etymology
From (deprecated template usage) [etyl] Ancient Greek ἰσχύς (iskhús, “strength, power”). Probable compound of ἴς (ís, “force, power”) + ἔχω (ékhō, “I have, possess, contain”).
Noun
ισχύς • (ischýs) f (plural ισχύες)
- power, might, strength
- force
- (physics) power
- Η ισχύς ισούται με το γινόμενο της ταχύτητας του επί τη δύναμη.
- Power equals the velocity multiplied by the force.
- Η ισχύς ισούται με το γινόμενο της ταχύτητας του επί τη δύναμη.
Declension
Declension of ισχύς
Related terms
See also
- (physics, force): δύναμη f (dýnami)