κανταδόρος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Venetan cantador (“serenader”) or καντάδα (kantáda, “serenade”) + -αδόρος (-adóros).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]κανταδόρος • (kantadóros) m (plural κανταδόροι)
Declension
[edit]Declension of κανταδόρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κανταδόρος • | κανταδόροι • |
genitive | κανταδόρου • | κανταδόρων • |
accusative | κανταδόρο • | κανταδόρους • |
vocative | κανταδόρε • | κανταδόροι • |