κατάσκοπος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]κατάσκοπος • (katáskopos) m (plural κατάσκοποι)
Declension
[edit]Declension of κατάσκοπος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατάσκοπος • | κατάσκοποι • |
genitive | κατασκόπου • | κατασκόπων • |
accusative | κατάσκοπο • | κατασκόπους • |
vocative | κατάσκοπε • | κατάσκοποι • |
Related terms
[edit]- κατασκοπεύω (kataskopévo, “to spy”)
- κατασκοπία f (kataskopía, “espionage”)
See also
[edit]- διακρίνω (diakríno, “to see, to espy”)