Jump to content

κεραυνοβόλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

κεραυνοβόλος (keravnovólosm (feminine κεραυνοβόλος or κεραυνοβόλα, neuter κεραυνοβόλο)

  1. lightning
  2. fast
  3. unexpected

Declension

[edit]
Declension of κεραυνοβόλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κεραυνοβόλος (keravnovólos) κεραυνοβόλος (keravnovólos)
κεραυνοβόλα (keravnovóla)
κεραυνοβόλο (keravnovólo) κεραυνοβόλοι (keravnovóloi) κεραυνοβόλοι (keravnovóloi)
κεραυνοβόλες (keravnovóles)
κεραυνοβόλα (keravnovóla)
genitive κεραυνοβόλου (keravnovólou) κεραυνοβόλου (keravnovólou)
κεραυνοβόλας (keravnovólas)
κεραυνοβόλου (keravnovólou) κεραυνοβόλων (keravnovólon) κεραυνοβόλων (keravnovólon) κεραυνοβόλων (keravnovólon)
accusative κεραυνοβόλο (keravnovólo) κεραυνοβόλο (keravnovólo)
κεραυνοβόλα (keravnovóla)
κεραυνοβόλο (keravnovólo) κεραυνοβόλους (keravnovólous) κεραυνοβόλους (keravnovólous)
κεραυνοβόλες (keravnovóles)
κεραυνοβόλα (keravnovóla)
vocative κεραυνοβόλε (keravnovóle) κεραυνοβόλε (keravnovóle)
κεραυνοβόλα (keravnovóla)
κεραυνοβόλο (keravnovólo) κεραυνοβόλοι (keravnovóloi) κεραυνοβόλοι (keravnovóloi)
κεραυνοβόλες (keravnovóles)
κεραυνοβόλα (keravnovóla)
[edit]