κράτηση
Greek
Noun
κράτηση • (krátisi) f (plural κρατήσεις)
- booking (reservation)
- εάν χρειαστεί να τροποποιήσετε μία κράτηση … ― eán chreiasteí na tropopoiísete mía krátisi … ― if you need to change a booking …
- confinement, custody, imprisonment
Declension
Declension of κράτηση
See also
- κλείνω (kleíno, “to reserve, to book”)