μακαρονοειδής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]μακαρονοειδής • (makaronoeidís) m (feminine μακαρονοειδής, neuter μακαρονοειδές)
Declension
[edit]Declension of μακαρονοειδής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μακαρονοειδής • | μακαρονοειδής • | μακαρονοειδές • | μακαρονοειδείς • | μακαρονοειδείς • | μακαρονοειδή • |
genitive | μακαρονοειδούς • / μακαρονοειδή • | μακαρονοειδούς • | μακαρονοειδούς • | μακαρονοειδών • | μακαρονοειδών • | μακαρονοειδών • |
accusative | μακαρονοειδή • | μακαρονοειδή • | μακαρονοειδές • | μακαρονοειδείς • | μακαρονοειδείς • | μακαρονοειδή • |
vocative | μακαρονοειδή • / μακαρονοειδής • | μακαρονοειδής • | μακαρονοειδές • | μακαρονοειδείς • | μακαρονοειδείς • | μακαρονοειδή • |