μαρκαδοράκι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]μαρκαδορ (markador) + -άκι (-áki)
Noun
[edit]μαρκαδοράκι • (markadoráki) n
- hypocoristic or diminutive of μαρκαδόρος
Declension
[edit]Declension of μαρκαδοράκι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαρκαδοράκι • | μαρκαδοράκια • |
genitive | — | — |
accusative | μαρκαδοράκι • | μαρκαδοράκια • |
vocative | μαρκαδοράκι • | μαρκαδοράκια • |