μαχαιροπήρουνο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Dvandva compounds of μαχαίρι (machaíri, “knife”) + -ο- (-o-) + πιρούνι (piroúni, “fork”).
Noun
[edit]μαχαιροπήρουνο • (machairopírouno) n (plural μαχαιροπήρουνα) (usually plural)
- Alternative form of μαχαιροπίρουνο (machairopírouno)
Declension
[edit]Declension of μαχαιροπήρουνο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαχαιροπήρουνο • | μαχαιροπήρουνα • |
genitive | μαχαιροπήρουνου • | μαχαιροπήρουνων • |
accusative | μαχαιροπήρουνο • | μαχαιροπήρουνα • |
vocative | μαχαιροπήρουνο • | μαχαιροπήρουνα • |