μεταρρύθμιση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]μεταρρύθμιση • (metarrýthmisi) f (plural μεταρρυθμίσεις)
- reformation, reform
- Synonym: αναμόρφωση (anamórfosi)
- (religion, capitalized) the Protestant Reformation
- Antonym: αντιμεταρρύθμιση (antimetarrýthmisi)
Declension
[edit]Declension of μεταρρύθμιση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | μεταρρύθμιση • | μεταρρυθμίσεις • | |
genitive | μεταρρύθμισης • | μεταρρυθμίσεων • | |
accusative | μεταρρύθμιση • | μεταρρυθμίσεις • | |
vocative | μεταρρύθμιση • | μεταρρυθμίσεις • | |
Older or formal genitive singular: μεταρρυθμίσεως • |
Related terms
[edit]- see: μεταρρυθμίζω (metarrythmízo, “to reform”)
Further reading
[edit]- μεταρρύθμιση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el