From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation
Jump to search
μεταρρυθμίζω • (metarrythmízo ) (past μεταρρύθμισα , passive μεταρρυθμίζομαι )
to reform
to rearrange , modify
μεταρρυθμίζω μεταρρυθμίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
μεταρρυθμίζω
μεταρρυθμίσω
μεταρρυθμίζομαι
μεταρρυθμιστώ
2 sg
μεταρρυθμίζεις
μεταρρυθμίσεις
μεταρρυθμίζεσαι
μεταρρυθμιστείς
3 sg
μεταρρυθμίζει
μεταρρυθμίσει
μεταρρυθμίζεται
μεταρρυθμιστεί
1 pl
μεταρρυθμίζουμε , [‑ομε ]
μεταρρυθμίσουμε , [‑ομε ]
μεταρρυθμιζόμαστε
μεταρρυθμιστούμε
2 pl
μεταρρυθμίζετε
μεταρρυθμίσετε
μεταρρυθμίζεστε , μεταρρυθμιζόσαστε
μεταρρυθμιστείτε
3 pl
μεταρρυθμίζουν (ε )
μεταρρυθμίσουν (ε )
μεταρρυθμίζονται
μεταρρυθμιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
μεταρρύθμιζα
μεταρρύθμισα
μεταρρυθμιζόμουν (α )
μεταρρυθμίστηκα
2 sg
μεταρρύθμιζες
μεταρρύθμισες
μεταρρυθμιζόσουν (α )
μεταρρυθμίστηκες
3 sg
μεταρρύθμιζε
μεταρρύθμισε
μεταρρυθμιζόταν (ε )
μεταρρυθμίστηκε
1 pl
μεταρρυθμίζαμε
μεταρρυθμίσαμε
μεταρρυθμιζόμασταν , (‑όμαστε )
μεταρρυθμιστήκαμε
2 pl
μεταρρυθμίζατε
μεταρρυθμίσατε
μεταρρυθμιζόσασταν , (‑όσαστε )
μεταρρυθμιστήκατε
3 pl
μεταρρύθμιζαν , μεταρρυθμίζαν (ε )
μεταρρύθμισαν , μεταρρυθμίσαν (ε )
μεταρρυθμίζονταν , (μεταρρυθμιζόντουσαν )
μεταρρυθμίστηκαν , μεταρρυθμιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα μεταρρυθμίζω ➤
θα μεταρρυθμίσω ➤
θα μεταρρυθμίζομαι ➤
θα μεταρρυθμιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα μεταρρυθμίζεις , …
θα μεταρρυθμίσεις , …
θα μεταρρυθμίζεσαι , …
θα μεταρρυθμιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … μεταρρυθμίσει έχω, έχεις, … μεταρρυθμισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … μεταρρυθμιστεί είμαι , είσαι , … μεταρρυθμισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … μεταρρυθμίσει είχα, είχες, … μεταρρυθμισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … μεταρρυθμιστεί ήμουν , ήσουν , … μεταρρυθμισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … μεταρρυθμίσει θα έχω, θα έχεις, … μεταρρυθμισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … μεταρρυθμιστεί θα είμαι, θα είσαι, … μεταρρυθμισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
μεταρρύθμιζε
μεταρρύθμισε
—
μεταρρυθμίσου
2 pl
μεταρρυθμίζετε
μεταρρυθμίστε
μεταρρυθμίζεστε
μεταρρυθμιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
μεταρρυθμίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας μεταρρυθμίσει ➤
μεταρρυθμισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
μεταρρυθμίσει
μεταρρυθμιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.