μισοσκόταδο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From μισο- (miso-, “half”) and σκοτάδι (skotádi, “dark”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]μισοσκόταδο • (misoskótado) n (plural μισοσκόταδα)
Declension
[edit]Declension of μισοσκόταδο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μισοσκόταδο • | μισοσκόταδα • |
genitive | μισοσκόταδου • | μισοσκόταδων • |
accusative | μισοσκόταδο • | μισοσκόταδα • |
vocative | μισοσκόταδο • | μισοσκόταδα • |
Synonyms
[edit]- ημίφως n (imífos, “literally: half light”)
Coordinate terms
[edit]- see: σούρουπο n (soúroupo)