μπαχαρικό
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From μπαχάρι (bachári, “allspice”) + -ικό (-ikó, “nominative neuter singular of -ικός (-ikós, “collective noun suffix”)”).[1]
Noun
[edit]μπαχαρικό • (bacharikó) n (plural μπαχαρικά)
Declension
[edit]Declension of μπαχαρικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπαχαρικό • | μπαχαρικά • |
genitive | μπαχαρικού • | μπαχαρικών • |
accusative | μπαχαρικό • | μπαχαρικά • |
vocative | μπαχαρικό • | μπαχαρικά • |
Synonyms
[edit]- καρύκευμα n (karýkevma)
Coordinate terms
[edit]- μυρωδικό n (myrodikó, “herb”)
References
[edit]- ^ μπαχαρικό, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Further reading
[edit]- μπαχαρικό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el