ξεβουλωτήρι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ξεβουλωτήρι • (xevoulotíri) n (plural ξεβουλωτήρια)
Declension
[edit]Declension of ξεβουλωτήρι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ξεβουλωτήρι • | ξεβουλωτήρια • |
genitive | — | — |
accusative | ξεβουλωτήρι • | ξεβουλωτήρια • |
vocative | ξεβουλωτήρι • | ξεβουλωτήρια • |