ξεσκέπαστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
ξεσκέπαστος • (xesképastos) m (feminine ξεσκέπαστη, neuter ξεσκέπαστο)
Declension[edit]
Declension of ξεσκέπαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ξεσκέπαστος • | ξεσκέπαστη • | ξεσκέπαστο • | ξεσκέπαστοι • | ξεσκέπαστες • | ξεσκέπαστα • |
genitive | ξεσκέπαστου • | ξεσκέπαστης • | ξεσκέπαστου • | ξεσκέπαστων • | ξεσκέπαστων • | ξεσκέπαστων • |
accusative | ξεσκέπαστο • | ξεσκέπαστη • | ξεσκέπαστο • | ξεσκέπαστους • | ξεσκέπαστες • | ξεσκέπαστα • |
vocative | ξεσκέπαστε • | ξεσκέπαστη • | ξεσκέπαστο • | ξεσκέπαστοι • | ξεσκέπαστες • | ξεσκέπαστα • |
Further reading[edit]
- ξεσκέπαστος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.