οδοκαθαριστής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]οδός (odós, “street”) + καθαριστής (katharistís, “cleaner”).
Noun
[edit]οδοκαθαριστής • (odokatharistís) m (plural οδοκαθαριστές)
Declension
[edit]Declension of οδοκαθαριστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οδοκαθαριστής • | οδοκαθαριστές • |
genitive | οδοκαθαριστή • | οδοκαθαριστών • |
accusative | οδοκαθαριστή • | οδοκαθαριστές • |
vocative | οδοκαθαριστή • | οδοκαθαριστές • |
Further reading
[edit]- οδοκαθαριστής on the Greek Wikipedia.Wikipedia el