ολόγραμμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from French hologramme < Ancient Greek ὅλος (hólos, “all, whole”) + γράμμα n (grámma, “letter”)
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ολόγραμμα • (ológramma) n (plural ολογράμματα)
Declension
[edit]Declension of ολόγραμμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ολόγραμμα • | ολογράμματα • |
genitive | ολογράμματος • | ολογραμμάτων • |
accusative | ολόγραμμα • | ολογράμματα • |
vocative | ολόγραμμα • | ολογράμματα • |