ουσία
Jump to navigation
Jump to search
See also: οὐσία
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek οὐσία (ousía).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ουσία • (ousía) f (plural ουσίες)
Declension
[edit]Declension of ουσία
Derived terms
[edit]- ανούσιος (anoúsios)
- αυτούσιος (aftoúsios)
- επί της ουσίας (epí tis ousías)
- επιούσιος (epioúsios)
- κατ' ουσίαν (kat' ousían)
- στην ουσία (stin ousía)
- ουσιαστικοποίηση (ousiastikopoíisi)
- ουσιαστικοποιώ (ousiastikopoió)
- ουσιαστικός (ousiastikós)
- ουσιαστικό n (ousiastikó)
- ουσιώδης (ousiódis)
- πεμπτουσία (pemptousía)
- περιουσία f (periousía)
Further reading
[edit]- ουσία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language