Jump to content

παντοτινός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

παντοτινός (pantotinósm (feminine παντοτινή, neuter παντοτινό)

  1. everlasting

Declension

[edit]
Declension of παντοτινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative παντοτινός (pantotinós) παντοτινή (pantotiní) παντοτινό (pantotinó) παντοτινοί (pantotinoí) παντοτινές (pantotinés) παντοτινά (pantotiná)
genitive παντοτινού (pantotinoú) παντοτινής (pantotinís) παντοτινού (pantotinoú) παντοτινών (pantotinón) παντοτινών (pantotinón) παντοτινών (pantotinón)
accusative παντοτινό (pantotinó) παντοτινή (pantotiní) παντοτινό (pantotinó) παντοτινούς (pantotinoús) παντοτινές (pantotinés) παντοτινά (pantotiná)
vocative παντοτινέ (pantotiné) παντοτινή (pantotiní) παντοτινό (pantotinó) παντοτινοί (pantotinoí) παντοτινές (pantotinés) παντοτινά (pantotiná)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο παντοτινός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο παντοτινός, etc.)

See also

[edit]