πικρομάρουλο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]πικρο- (pikro-, “bitter”) + μαρούλ(ι) (maroúl(i), “lettuce”) + -ο (-o, suffix, neuter)
Noun
[edit]πικρομάρουλο • (pikromároulo) n (plural πικρομάρουλα)
- kind of chicory
Declension
[edit]Declension of πικρομάρουλο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πικρομάρουλο • | πικρομάρουλα • |
genitive | πικρομάρουλου • | πικρομάρουλων • |
accusative | πικρομάρουλο • | πικρομάρουλα • |
vocative | πικρομάρουλο • | πικρομάρουλα • |
Coordinate terms
[edit]- see: σικορέ n (sikoré, “chicory”)