πλειστηριάζομαι

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Verb

[edit]

πλειστηριάζομαι (pleistiriázomai) passive (past πλειστηριάστηκα, active πλειστηριάζω)

  1. passive of πλειστηριάζω (pleistiriázo)

Conjugation

[edit]
see this verb's full conjugation at: πλειστηριάζω (pleistiriázo)