πλειστηριάζομαι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Verb
[edit]πλειστηριάζομαι • (pleistiriázomai) passive (past πλειστηριάστηκα, active πλειστηριάζω)
- passive of πλειστηριάζω (pleistiriázo)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: πλειστηριάζω (pleistiriázo)