προσκοπίνα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]προσκοπίνα • (proskopína) f (plural προσκοπίνες, masculine πρόσκοπος)
Declension
[edit]Declension of προσκοπίνα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προσκοπίνα • | προσκοπίνες • |
genitive | προσκοπίνας • | προσκοπίνων • |
accusative | προσκοπίνα • | προσκοπίνες • |
vocative | προσκοπίνα • | προσκοπίνες • |
Related terms
[edit]- see: προσκοπισμός m (proskopismós, “scouting”)