πρωταθλητής
Greek
Etymology
From Byzantine Greek πρωτοαθλητής (prōtoathlētḗs), equivalent to πρωτ- (prot-, “first”) + αθλητής (athlitís, “athlete”). First attested 1839.
Pronunciation
Noun
πρωταθλητής • (protathlitís) m (plural πρωταθλητές, feminine πρωταθλήτρια)
- (usually male) champion
Declension
Declension of πρωταθλητής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρωταθλητής • | πρωταθλητές • |
genitive | πρωταθλητή • | πρωταθλητών • |
accusative | πρωταθλητή • | πρωταθλητές • |
vocative | πρωταθλητή • | πρωταθλητές • |
Related terms
- πρωτάθλημα n (protáthlima, “championship”)