πρόγραμμα
Greek
Noun
πρόγραμμα • (prógramma) n (plural προγράμματα)
- schedule (timed plan of events)
- program (of events)
- calendar (future events for theatre etc)
- broadcast
Declension
Declension of πρόγραμμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρόγραμμα • | προγράμματα • |
genitive | προγράμματος • | προγραμμάτων • |
accusative | πρόγραμμα • | προγράμματα • |
vocative | πρόγραμμα • | προγράμματα • |