πταισματοδικεία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]πταισματοδικεία • (ptaismatodikeía) n
- Nominative, accusative and vocative plural form of πταισματοδικείο (ptaismatodikeío).
πταισματοδικεία • (ptaismatodikeía) n