σημερινός
Jump to navigation
Jump to search
Ancient Greek
[edit]Etymology
[edit]From σήμερον (sḗmeron, “today”) + -ῐνός (-inós).
Pronunciation
[edit]- (5th BCE Attic) IPA(key): /sɛː.me.ri.nós/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /se̝.me.riˈnos/
- (4th CE Koine) IPA(key): /si.me.riˈnos/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /si.me.riˈnos/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /si.me.riˈnos/
Adjective
[edit]σημερῐνός • (sēmerinós) m (feminine σημερῐνή, neuter σημερῐνόν); first/second declension
Inflection
[edit]Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||||
Nominative | σημερῐνός sēmerinós |
σημερῐνή sēmerinḗ |
σημερῐνόν sēmerinón |
σημερῐνώ sēmerinṓ |
σημερῐνᾱ́ sēmerinā́ |
σημερῐνώ sēmerinṓ |
σημερῐνοί sēmerinoí |
σημερῐναί sēmerinaí |
σημερῐνᾰ́ sēmeriná | |||||
Genitive | σημερῐνοῦ sēmerinoû |
σημερῐνῆς sēmerinês |
σημερῐνοῦ sēmerinoû |
σημερῐνοῖν sēmerinoîn |
σημερῐναῖν sēmerinaîn |
σημερῐνοῖν sēmerinoîn |
σημερῐνῶν sēmerinôn |
σημερῐνῶν sēmerinôn |
σημερῐνῶν sēmerinôn | |||||
Dative | σημερῐνῷ sēmerinôi |
σημερῐνῇ sēmerinêi |
σημερῐνῷ sēmerinôi |
σημερῐνοῖν sēmerinoîn |
σημερῐναῖν sēmerinaîn |
σημερῐνοῖν sēmerinoîn |
σημερῐνοῖς sēmerinoîs |
σημερῐναῖς sēmerinaîs |
σημερῐνοῖς sēmerinoîs | |||||
Accusative | σημερῐνόν sēmerinón |
σημερῐνήν sēmerinḗn |
σημερῐνόν sēmerinón |
σημερῐνώ sēmerinṓ |
σημερῐνᾱ́ sēmerinā́ |
σημερῐνώ sēmerinṓ |
σημερῐνούς sēmerinoús |
σημερῐνᾱ́ς sēmerinā́s |
σημερῐνᾰ́ sēmeriná | |||||
Vocative | σημερῐνέ sēmeriné |
σημερῐνή sēmerinḗ |
σημερῐνόν sēmerinón |
σημερῐνώ sēmerinṓ |
σημερῐνᾱ́ sēmerinā́ |
σημερῐνώ sēmerinṓ |
σημερῐνοί sēmerinoí |
σημερῐναί sēmerinaí |
σημερῐνᾰ́ sēmeriná | |||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
σημερῐνῶς sēmerinôs |
σημερῐνώτερος sēmerinṓteros |
σημερῐνώτᾰτος sēmerinṓtatos | ||||||||||||
Notes: |
|
Further reading
[edit]- “σημερινός”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- σημερινός in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek σήμερον (“today”)
Adjective
[edit]σημερινός • (simerinós) m (feminine σημερινή, neuter σημερινό)
Declension
[edit]Declension of σημερινός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σημερινός • | σημερινή • | σημερινό • | σημερινοί • | σημερινές • | σημερινά • |
genitive | σημερινού • | σημερινής • | σημερινού • | σημερινών • | σημερινών • | σημερινών • |
accusative | σημερινό • | σημερινή • | σημερινό • | σημερινούς • | σημερινές • | σημερινά • |
vocative | σημερινέ • | σημερινή • | σημερινό • | σημερινοί • | σημερινές • | σημερινά • |
Related terms
[edit]Categories:
- Ancient Greek terms suffixed with -ινός
- Ancient Greek 4-syllable words
- Ancient Greek terms with IPA pronunciation
- Ancient Greek lemmas
- Ancient Greek adjectives
- Ancient Greek oxytone terms
- Greek terms inherited from Ancient Greek
- Greek terms derived from Ancient Greek
- Greek lemmas
- Greek adjectives
- Greek adjectives in declension ός-ή-ό