στηθόδεσμος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]στηθόδεσμος • (stithódesmos) m (plural στηθόδεσμοι)
Declension
[edit]Declension of στηθόδεσμος
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | στηθόδεσμος • | στηθόδεσμοι • | |
genitive | στηθόδεσμου •, στηθοδέσμου • | στηθόδεσμων •, στηθοδέσμων • | |
accusative | στηθόδεσμο • | στηθόδεσμους •, στηθοδέσμους • | |
vocative | στηθόδεσμε • | στηθόδεσμοι • | |
Second forms are formal. |
Synonyms
[edit]- σουτιέν n (soutién)
Further reading
[edit]- στηθόδεσμος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el