στο πι και φι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adverb
[edit]στο πι και φι • (sto pi kai fi)
- immediately, unhesitatingly, at the drop of a hat
- Έκανε όλες τις διορθώσεις στο πι και φι.
- Ékane óles tis diorthóseis sto pi kai fi.
- She made all the corrections instantly.