συντήρηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- συντήρησις (syntírisis) — Katharevousa
Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek συντήρησις (suntḗrēsis). By surface analysis, συντηρώ (syntiró, “to conserve, maintain”) + -ση (-si).
Noun
[edit]συντήρηση • (syntírisi) f (plural συντηρήσεις)
Declension
[edit]Declension of συντήρηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | συντήρηση • | συντηρήσεις • | |
genitive | συντήρησης • | συντηρήσεων • | |
accusative | συντήρηση • | συντηρήσεις • | |
vocative | συντήρηση • | συντηρήσεις • | |
Older or formal genitive singular: συντηρήσεως • |
References
[edit]- συντήρηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language