σχεδιαστήριο
Greek
Noun
σχεδιαστήριο • (schediastírio) n (plural σχεδιαστήρια)
Declension
Declension of σχεδιαστήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σχεδιαστήριο • | σχεδιαστήρια • |
genitive | σχεδιαστηρίου •, σχεδιαστήριου • | σχεδιαστηρίων • |
accusative | σχεδιαστήριο • | σχεδιαστήρια • |
vocative | σχεδιαστήριο • | σχεδιαστήρια • |