Jump to content

σύνθετος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

σύνθετος (sýnthetosm (feminine σύνθετη, neuter σύνθετο)

  1. composite, compound, synthetic

Declension

[edit]
Declension of σύνθετος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σύνθετος (sýnthetos) σύνθετη (sýntheti) σύνθετο (sýntheto) σύνθετοι (sýnthetoi) σύνθετες (sýnthetes) σύνθετα (sýntheta)
genitive σύνθετου (sýnthetou) σύνθετης (sýnthetis) σύνθετου (sýnthetou) σύνθετων (sýntheton) σύνθετων (sýntheton) σύνθετων (sýntheton)
accusative σύνθετο (sýntheto) σύνθετη (sýntheti) σύνθετο (sýntheto) σύνθετους (sýnthetous) σύνθετες (sýnthetes) σύνθετα (sýntheta)
vocative σύνθετε (sýnthete) σύνθετη (sýntheti) σύνθετο (sýntheto) σύνθετοι (sýnthetoi) σύνθετες (sýnthetes) σύνθετα (sýntheta)
[edit]