τραυματίζομαι
Greek
Verb
τραυματίζομαι • (travmatízomai) passive (past τραυματίστηκα, active τραυματίζω)
- passive form of τραυματίζω (travmatízo).
Conjugation
- see this verb's full conjugation at: τραυματίζω (travmatízo)
τραυματίζομαι • (travmatízomai) passive (past τραυματίστηκα, active τραυματίζω)