τυχοδιώκτης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]τυχοδιώκτης • (tychodióktis) m (plural τυχοδιώκτες, feminine τυχοδιώκτρια)
Declension
[edit]Declension of τυχοδιώκτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τυχοδιώκτης • | τυχοδιώκτες • |
genitive | τυχοδιώκτη • | τυχοδιωκτών • |
accusative | τυχοδιώκτη • | τυχοδιώκτες • |
vocative | τυχοδιώκτη • | τυχοδιώκτες • |
Further reading
[edit]- τυχοδιώκτης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language