υπέρβαρος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]υπέρβαρος • (ypérvaros) m (feminine υπέρβαρη, neuter υπέρβαρο)
- overweight
- υπέρβαρες αποσκευές (excess baggage)
Declension
[edit]Declension of υπέρβαρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπέρβαρος • | υπέρβαρη • | υπέρβαρο • | υπέρβαροι • | υπέρβαρες • | υπέρβαρα • |
genitive | υπέρβαρου • | υπέρβαρης • | υπέρβαρου • | υπέρβαρων • | υπέρβαρων • | υπέρβαρων • |
accusative | υπέρβαρο • | υπέρβαρη • | υπέρβαρο • | υπέρβαρους • | υπέρβαρες • | υπέρβαρα • |
vocative | υπέρβαρε • | υπέρβαρη • | υπέρβαρο • | υπέρβαροι • | υπέρβαρες • | υπέρβαρα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπέρβαρος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπέρβαρος, etc.) |
Synonyms
[edit]- παχύσαρκος (pachýsarkos, “obese”)
Further reading
[edit]- Παχυσαρκία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el