υποβρύχιο
Greek
Noun
υποβρύχιο • (ypovrýchio) n (plural υποβρύχιά)
Declension
Declension of υποβρύχιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υποβρύχιο • | υποβρύχια • |
genitive | υποβρυχίου •, υποβρύχιου • | υποβρυχίων • |
accusative | υποβρύχιο • | υποβρύχια • |
vocative | υποβρύχιο • | υποβρύχια • |
Coordinate terms
- τορπίλη f (torpíli, “torpedo”)
- αντιτορπιλικό n (antitorpilikó, “destroyer”)
Further reading
- υποβρύχιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el