φιλολογικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from French philologique. By surface analysis, φιλολογ(ία) (filolog(ía)) + -ικός (-ikós).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]φιλολογικός • (filologikós) m (feminine φιλολογική, neuter φιλολογικό)
Declension
[edit]Declension of φιλολογικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φιλολογικός • | φιλολογική • | φιλολογικό • | φιλολογικοί • | φιλολογικές • | φιλολογικά • |
genitive | φιλολογικού • | φιλολογικής • | φιλολογικού • | φιλολογικών • | φιλολογικών • | φιλολογικών • |
accusative | φιλολογικό • | φιλολογική • | φιλολογικό • | φιλολογικούς • | φιλολογικές • | φιλολογικά • |
vocative | φιλολογικέ • | φιλολογική • | φιλολογικό • | φιλολογικοί • | φιλολογικές • | φιλολογικά • |
Derived terms
[edit]- φιλολογικά (filologiká, adverb)
Related terms
[edit]References
[edit]- ^ φιλολογικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language