χονδρέμπορος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- χοντρέμπορος m (chontrémporos)
Noun
[edit]χονδρέμπορος • (chondrémporos) m (plural χονδρέμποροι)
Declension
[edit]Declension of χονδρέμπορος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χονδρέμπορος • | χονδρέμποροι • |
genitive | χονδρεμπόρου • | χονδρεμπόρων • |
accusative | χονδρέμπορο • | χονδρεμπόρους • |
vocative | χονδρέμπορε • | χονδρέμποροι • |
Related terms
[edit]- χονδρεμπόριο n (chondrempório, “wholesale outlet”)