αβγοκομμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of αβγοκόβομαι (avgokóvomai), passive voice of αβγοκόβω (“add lemon and egg”). See αβγό (avgó, “egg”) + κομμένος (komménos, “passive perfect participle of κόβω (kóvo, “I cut”)”)
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]αβγοκομμένος • (avgokomménos) m (feminine αβγοκομμένη, neuter αβγοκομμένο)
Usage notes
[edit]- Also spelled αυγοκομμένος. (See αβγό (“egg”) for discussion of this spelling).
Declension
[edit]Declension of αβγοκομμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αβγοκομμένος • | αβγοκομμένη • | αβγοκομμένο • | αβγοκομμένοι • | αβγοκομμένες • | αβγοκομμένα • |
genitive | αβγοκομμένου • | αβγοκομμένης • | αβγοκομμένου • | αβγοκομμένων • | αβγοκομμένων • | αβγοκομμένων • |
accusative | αβγοκομμένο • | αβγοκομμένη • | αβγοκομμένο • | αβγοκομμένους • | αβγοκομμένες • | αβγοκομμένα • |
vocative | αβγοκομμένε • | αβγοκομμένη • | αβγοκομμένο • | αβγοκομμένοι • | αβγοκομμένες • | αβγοκομμένα • |
Related terms
[edit]- see: αβγολέμονο n (avgolémono, “egg and lemon juice”)