ποικιλότερος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ποικιλώτερος
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ποικιλότερος • (poikilóteros)
- Nominative masculine singular, comparative form of ποικίλος (poikílos).
Declension
[edit]Declension of ποικιλότερος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ποικιλότερος • | ποικιλότερη • | ποικιλότερο • | ποικιλότεροι • | ποικιλότερες • | ποικιλότερα • |
genitive | ποικιλότερου • | ποικιλότερης • | ποικιλότερου • | ποικιλότερων • | ποικιλότερων • | ποικιλότερων • |
accusative | ποικιλότερο • | ποικιλότερη • | ποικιλότερο • | ποικιλότερους • | ποικιλότερες • | ποικιλότερα • |
vocative | ποικιλότερε • | ποικιλότερη • | ποικιλότερο • | ποικιλότεροι • | ποικιλότερες • | ποικιλότερα • |