συγκινούμαι
Jump to navigation
Jump to search
See also: συγκινοῦμαι
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]- IPA(key): /siŋɟiˈnume/
- Hyphenation: συ‧γκι‧νού‧μαι
- Older Hyphenation: συγ‧κι‧νού‧μαι
- Homophone: συγκινούμε (sygkinoúme)
Verb
[edit]συγκινούμαι • (sygkinoúmai) passive (past συγκινήθηκα, ppp συγκινημένος, active συγκινώ)
- to be moved, be touched (be affected emotionally) (often implies tears or crying)
- Συγκινήθηκα όταν είδα το φέρετρο.
- Sygkiníthika ótan eída to féretro.
- I was moved (to tears) when I saw the coffin.
- Οι ζητιάνοι βάζουν παιδάκια να ζητιανέψουν, για να συγκινηθεί ο κόσμος.
- Oi zitiánoi vázoun paidákia na zitianépsoun, gia na sygkinitheí o kósmos.
- Beggars put little kids out to beg so that everyone will be touched.
- to care, be interested
- Ό,τι και να του πεις αυτουνού, δε συγκινείται!
- Ó,ti kai na tou peis aftounoú, de sygkineítai!
- No matter what you tell him, he doesn't care!
- Γέρος άνθρωπος ενενήντα χρόνων, και κανένας στο λεωφορείο δε συγκινήθηκε να του δώσει θέση!
- Géros ánthropos enenínta chrónon, kai kanénas sto leoforeío de sygkiníthike na tou dósei thési!
- An old man of ninety and not one person on the bus cared enough to give him a seat!
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form
Synonyms
[edit]- (care, be interested): ευαισθητοποιούμαι (evaisthitopoioúmai), φιλοτιμούμαι (filotimoúmai)
Related terms
[edit]- συγκινώ (sygkinó) (active equivalent)