ταξιδιώτης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From ταξίδι (taxídi) + -ώτης (-ótis).
Noun
[edit]ταξιδιώτης • (taxidiótis) m (plural ταξιδιώτες)
Declension
[edit]Declension of ταξιδιώτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ταξιδιώτης • | ταξιδιώτες • |
genitive | ταξιδιώτη • | ταξιδιωτών • |
accusative | ταξιδιώτη • | ταξιδιώτες • |
vocative | ταξιδιώτη • | ταξιδιώτες • |
Derived terms
[edit]- συνταξιδιώτης (syntaxidiótis)
Further reading
[edit]- ταξιδιώτης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language