αλληλεξάρτηση
Greek
[edit]Etymology
[edit]αλληλ- (allil-, “mutuality”) + εξαρτώμαι (exartómai, “to depend upon”)
Noun
[edit]αλληλεξάρτηση • (allilexártisi) f (plural αλληλεξαρτήσεις)
Declension
[edit]Declension of αλληλεξάρτηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αλληλεξάρτηση • | αλληλεξαρτήσεις • | |
genitive | αλληλεξάρτησης • | αλληλεξαρτήσεων • | |
accusative | αλληλεξάρτηση • | αλληλεξαρτήσεις • | |
vocative | αλληλεξάρτηση • | αλληλεξαρτήσεις • | |
Older or formal genitive singular: αλληλεξαρτήσεως • |