κρυσταλλικός
Greek
[edit]Adjective
[edit]κρυσταλλικός • (krystallikós) m (feminine κρυσταλλική, neuter κρυσταλλικό)
- crystalline, crystallised (UK), crystallized (US)
Declension
[edit]Declension of κρυσταλλικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κρυσταλλικός • | κρυσταλλική • | κρυσταλλικό • | κρυσταλλικοί • | κρυσταλλικές • | κρυσταλλικά • |
genitive | κρυσταλλικού • | κρυσταλλικής • | κρυσταλλικού • | κρυσταλλικών • | κρυσταλλικών • | κρυσταλλικών • |
accusative | κρυσταλλικό • | κρυσταλλική • | κρυσταλλικό • | κρυσταλλικούς • | κρυσταλλικές • | κρυσταλλικά • |
vocative | κρυσταλλικέ • | κρυσταλλική • | κρυσταλλικό • | κρυσταλλικοί • | κρυσταλλικές • | κρυσταλλικά • |