εντομοκτόνος

From Wiktionary, the free dictionary
Archived revision by NadandoBot (talk | contribs) as of 05:36, 26 October 2017.
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εντομοκτόνος (entomoktónosm (feminine εντομοκτόνος, neuter εντομοκτόνο)

  1. insecticidal, insecticide

Declension

[edit]
Declension of εντομοκτόνος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εντομοκτόνος (entomoktónos) εντομοκτόνος (entomoktónos) εντομοκτόνο (entomoktóno) εντομοκτόνοι (entomoktónoi) εντομοκτόνοι (entomoktónoi) εντομοκτόνα (entomoktóna)
genitive εντομοκτόνου (entomoktónou) εντομοκτόνου (entomoktónou) εντομοκτόνου (entomoktónou) εντομοκτόνων (entomoktónon) εντομοκτόνων (entomoktónon) εντομοκτόνων (entomoktónon)
accusative εντομοκτόνο (entomoktóno) εντομοκτόνο (entomoktóno) εντομοκτόνο (entomoktóno) εντομοκτόνους (entomoktónous) εντομοκτόνους (entomoktónous) εντομοκτόνα (entomoktóna)
vocative εντομοκτόνε (entomoktóne) εντομοκτόνε (entomoktóne) εντομοκτόνο (entomoktóno) εντομοκτόνοι (entomoktónoi) εντομοκτόνοι (entomoktónoi) εντομοκτόνα (entomoktóna)
[edit]