σαρκαστικός
Greek
[edit]Etymology
[edit]Borrowed from French sarcastique, which was formed from sarcasme.
Adjective
[edit]σαρκαστικός • (sarkastikós) m (feminine σαρκαστική, neuter σαρκαστικό)
Declension
[edit]Declension of σαρκαστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σαρκαστικός • | σαρκαστική • | σαρκαστικό • | σαρκαστικοί • | σαρκαστικές • | σαρκαστικά • |
genitive | σαρκαστικού • | σαρκαστικής • | σαρκαστικού • | σαρκαστικών • | σαρκαστικών • | σαρκαστικών • |
accusative | σαρκαστικό • | σαρκαστική • | σαρκαστικό • | σαρκαστικούς • | σαρκαστικές • | σαρκαστικά • |
vocative | σαρκαστικέ • | σαρκαστική • | σαρκαστικό • | σαρκαστικοί • | σαρκαστικές • | σαρκαστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σαρκαστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σαρκαστικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
Further reading
[edit]- σαρκαστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language