απολυμαίνομαι
Greek
Verb
απολυμαίνομαι • (apolymaínomai) passive (past απολυμάνθηκα, active απολυμαίνω)
- passive form of απολυμαίνω (apolymaíno).
Conjugation
- see this verb's full conjugation at: απολυμαίνω (apolymaíno)
απολυμαίνομαι • (apolymaínomai) passive (past απολυμάνθηκα, active απολυμαίνω)