αναγωγικό μέσο
Greek
[edit]Noun
[edit]αναγωγικά μέσο • (anagogiká méso) n
Declension
[edit]- see: αναγωγικός (anagogikós) and μέσο (méso)
Coordinate terms
[edit]- οξειδωτικό μέσο n (oxeidotikó méso, “oxidising agent”)
αναγωγικά μέσο • (anagogiká méso) n