αξύριστος
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αξούριστος (axoúristos) (colloquial)
Adjective
[edit]αξύριστος • (axýristos) m (feminine αξύριστη, neuter αξύριστο)
Declension
[edit]Declension of αξύριστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξύριστος • | αξύριστη • | αξύριστο • | αξύριστοι • | αξύριστες • | αξύριστα • |
genitive | αξύριστου • | αξύριστης • | αξύριστου • | αξύριστων • | αξύριστων • | αξύριστων • |
accusative | αξύριστο • | αξύριστη • | αξύριστο • | αξύριστους • | αξύριστες • | αξύριστα • |
vocative | αξύριστε • | αξύριστη • | αξύριστο • | αξύριστοι • | αξύριστες • | αξύριστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξύριστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξύριστος, etc.) |